- ιερόστεπτος
- ἱερόστεπτος, -ον (Α)αυτός που έχει πλεχτεί για ιερή χρήση («ἱεροστέπτοισι [αλλά και δ. γρφ. ἐριοστέπτοισι] κλάδοισιν», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)-* + -στεπτος (< στεπτός < στέφω), πρβλ. εριό-στεπτος, πιτύ-στεπτος].
Dictionary of Greek. 2013.